Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Για την πολιτοφυλακή


Για την πολιτοφυλακή

Μας χρειάζεται κράτος, αλλά όχι τέτοιο που χρειάζεται στην αστική τάξη, με χωρισμένα απ το λαό και αντιμέτωπα στο λαό όργανα εξουσίας, με τη μορφή της αστυνομίας, του στρατού, της γραφειοκρατίας (υπαλληλίας). Όλες οι αστικές επαναστάσεις απλώς τελειοποιούσαν αυτή την κρατική μηχανή, απλώς τη διαβίβαζαν απ τα χέρια ενός κόμματος, στα χέρια άλλου κόμματος.
Το προλεταριάτο όμως, αν θέλει να υπερασπίσει τις κατακτήσεις αυτής της επανάστασης και να προχωρήσει παραπέρα, πρέπει να «συντρίψει» αυτή την «έτοιμη» κρατική μηχανή και να την αντικαταστήσει με μια νέα, συγχωνεύοντας την αστυνομία, το στρατό και τη γραφειοκρατία με τον καθολικά εξοπλισμένο λαό. Το προλεταριάτο πρέπει να οργανώσει και να εξοπλίσει όλα τα φτωχά, τα εκμεταλλευόμενα τμήματα του πληθυσμού, για να πάρουν τα ίδια άμεσα στα χέρια τους τα όργανα της κρατικής εξουσίας, τα ίδια ν αποτελέσουν τα όργανα αυτής της εξουσίας.
Η κυβέρνηση των Γκουτσκόφ-Μιλιουκόφ δεν θα μπορέσει ούτε να παλινορθώσει τη μοναρχία, ούτε γενικά να κρατηθεί στην εξουσία, χωρίς ν ανασυγκροτήσει την αστυνομία, σαν ιδιαίτερη, αποσπασμένη απ το λαό και αντιμέτωπη σ αυτόν, οργάνωση οπλισμένων ανθρώπων, που βρίσκονται κάτω απ τις διαταγές της αστικής τάξης.
Απ την άλλη μεριά, η νέα κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να υπολογίζει τον επαναστατικό λαό, να τον τρέφει με μισοπαραχωρησούλες και υποσχέσεις, να κερδίζει χρόνο. Γι αυτό καταφεύγει σε ημίμετρο: ιδρύει «λαϊκή πολιτοφυλακή» με αιρετή διοίκηση (αυτό ηχεί τρομερά ευχάριστα, τρομερά δημοκρατικά, επαναστατικά κι ωραία), αλλά…αλλά, πρώτο, τη βάζει κάτω από τον έλεγχο, κάτω από τις διαταγές των αυτοδιοικήσεων των ζέμστβο και των πόλεων, δηλ κάτω απ τις διαταγές των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών, που έχουν εκλεγεί σύμφωνα με τους νόμους του Νικολάου του ματοβαμμένου και του Στολίπιν του κρεμάλα! Δεύτερο, ενώ ονομάζει την πολιτοφυλακή «λαϊκή» για να ρίξει στάχτη στα μάτια του «λαού», η κυβέρνηση στην πράξη δεν καλεί το λαό να μετάσχει στο σύνολό του σ αυτή την πολιτοφυλακή, και δεν υποχρεώνει τα αφεντικά και τους καπιταλιστές να πληρώνουν στους υπαλλήλους και στους εργάτες τη συνηθισμένη αμοιβή για τις ώρες και τις ημέρες που αφιερώνουν στη δημόσια υπηρεσία, δηλ στην πολιτοφυλακή.
Να το κουμπί της υπόθεσης. Να με ποιο τρόπο η τσιφλικάδικη και καπιταλιστική κυβέρνηση κατορθώνει ώστε η «λαϊκή πολιτοφυλακή» να μένει στα χαρτιά και στην πράξη ν ανασυγκροτείται λίγο-λίγο και σιωπηρά με αστική, αντιλαϊκή πολιτοφυλακή, στην αρχή από «8000 φοιτητές και καθηγητές» και ύστερα βαθμιαία από την παλιά και την καινούργια αστυνομία.
Τι λογής πολιτοφυλακή χρειάζεται σ εμάς, στο προλεταριάτο, σ όλους τους εργαζόμενους; Πραγματικά λαϊκή, δηλ πρώτο, ν αποτελείται από όλο γενικά τον πληθυσμό, από όλους τους ενήλικους πολίτες και των δύο φύλων, και δεύτερο, να συνδυάζει τις αρμοδιότητες του λαϊκού στρατού με τις αρμοδιότητες της αστυνομίας, με τις αρμοδιότητες του κύριου και βασικού οργάνου κρατικής τάξης και κρατικής διοίκησης.
Για να κάνω αυτές τις θέσεις πιο παραστατικές, θα φέρω ένα καθαρά σχηματικό παράδειγμα. Είναι περιττό να πούμε ότι θα ήταν παράλογη η σκέψη για κατάρτιση οποιουδήποτε «σχεδίου» προλεταριακής πολιτοφυλακής. Όταν οι εργάτες και όλος ο λαός αληθινά μαζικά καταπιαστούν πρακτικά μ αυτή τη δουλειά, θα το επεξεργαστούν και θα το καταρτίσουν εκατό φορές καλύτερα από οποιουσδήποτε θεωρητικούς. Εγώ δεν προτείνω «σχέδιο», θέλω μόνο να δείξω πιο παραστατικά τη σκέψη μου.
Η Πετρούπολη έχει περίπου 2 εκατομμύρια κατοίκους. Απ αυτούς πάνω απ τους μισούς είναι 15 έως 65 χρονών. Ας πάρουμε τους μισούς, ένα εκατομμύριο. Ας αφαιρέσουμε απ αυτούς ακόμα ένα τέταρτο σαν άρρωστους κλπ. Μένουν 750.000 άνθρωποι που, δουλεύοντας στην πολιτοφυλακή, ας υποθέσουμε 1 μέρα στις 15 (και αφού εξακολουθούν να πληρώνονται σ αυτό το διάστημα απ τα αφεντικά), θ αποτελούσαν ένα στρατό 50.000 ανθρώπων. Να ποιος τύπος «κράτους» μας χρειάζεται! Να τι είδους πολιτοφυλακή θα ήταν στην πράξη και όχι μόνο στα λόγια, «λαϊκή πολιτοφυλακή». Μια τέτοια πολιτοφυλακή θ αποτελούνταν κατά 95% από εργάτες και αγρότες, θα έκφραζε πραγματικά τη σκέψη και τη θέληση, τη δύναμη και την εξουσία της τεράστιας πλειοψηφίας του λαού. Μια τέτοια πολιτοφυλακή θα ήταν εκτελεστικό όργανο των «σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών», θ απολάμβανε της απόλυτης εκτίμησης και της εμπιστοσύνης του λαού, γιατί η ίδια θα ήταν οργάνωση ολόκληρου γενικά του πληθυσμού. Μια τέτοια πολιτοφυλακή θα μετέτρεπε τη δημοκρατία από όμορφη ταμπέλα που σκεπάζει την υποδούλωση και τον εμπαιγμό του λαού απ τους καπιταλιστές, σε πραγματική διαπαιδαγώγηση των μαζών για τη συμμετοχή τους σε όλες τις κρατικές υποθέσεις. Μια τέτοια πολιτοφυλακή θα τραβούσε στην πολιτική ζωή τους νέους και τις νέες της εφηβικής ηλικίας, διδάσκοντάς τους όχι μόνο με τα λόγια, μα και με τα έργα, με τη δουλειά.
(Λένιν, τ. 31, σελ. 40-43, «Γράμματα από μακριά, για την προλεταριακή πολιτοφυλακή»).


Συνήθως αντιτείνουν: ο ρωσικός λαός δεν είναι ακόμη ώριμος για την «εισαγωγή» της Κομμούνας. Αυτό είναι σαν το επιχείρημα των φεουδαρχών που έλεγαν ότι οι αγρότες δεν είναι ώριμοι για την ελευθερία. Η Κομμούνα, δηλ τα σοβιέτ των εργατών και αγροτών βουλευτών, δεν «εισάγει», δεν σκοπεύει «να εισαγάγει» και δεν πρέπει να εισαγάγει κανενός είδους μετασχηματισμούς που δεν έχουν ωριμάσει απόλυτα και στην οικονομική πραγματικότητα και στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού.
Αν οργανωθούμε και κάνουμε επιδέξια την προπαγάνδα μας, όχι μόνο οι προλετάριοι, μα και τα εννιά δέκατα της αγροτιάς θα ταχθούν ενάντια στην ανασύσταση της αστυνομίας, ενάντια στη μόνιμη και προνομιούχα υπαλληλία, ενάντια στο χωρισμένο απ το λαό στρατό.
Η αντικατάσταση της αστυνομίας με τη λαϊκή πολιτοφυλακή είναι ένας μετασχηματισμός που πήγασε απ όλη την πορεία της επανάστασης και εφαρμόζεται σήμερα στα περισσότερα μέρη της Ρωσίας. Πρέπει να εξηγούμε στις μάζες ότι στις περισσότερες αστικές επαναστάσεις συνηθισμένου τύπου, ένας τέτοιος μετασχηματισμός ήταν εξαιρετικά βραχύχρονος, και η αστική τάξη, ακόμη και η πιο λαοκρατική και δημοκρατική, ανασύσταινε την αστυνομία του παλιού, τσαρικού τύπου, αστυνομία χωρισμένη απ το λαό, και με αστική διοίκηση, ικανή να καταπιέζει το λαό με κάθε τρόπο. Υπάρχει μονάχα ένα μέσο για να μην επιτρέψουμε την ανασύσταση της αστυνομίας: η δημιουργία παλλαϊκής πολιτοφυλακής, η συγχώνευσή της με το στρατό (αντικατάσταση του τακτικού στρατού με το γενικά εξοπλισμένο λαό).
(Λένιν, τ. 31, σελ. 163-165, «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάστασή μας»).


Η οργάνωση ενός δικτύου Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών, να το καθήκον της ημέρας. Όλη η Ρωσία καλύπτεται ήδη από ένα δίκτυο οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης. Η κομμούνα μπορεί να υπάρχει και με τη μορφή οργάνων αυτοδιοίκησης. Η κατάργηση της αστυνομίας, του τακτικού στρατού και ο καθολικός εξοπλισμός, όλα αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν με την τοπική αυτοδιοίκηση. Ανέφερα το Σοβιέτ των εργατών βουλευτών, μόνο και μόνο γιατί αυτό ήδη υπάρχει.
(Λένιν, τ. 31, σελ. 248, «Η συνδιάσκεψη της οργάνωσης Πετρούπολης του ΣΔΕΚΡ(μπ)»).


Το πρόγραμμα-μίνιμουμ της σοσιαλδημοκρατίας απαιτεί την αντικατάσταση του τακτικού στρατού με τον καθολικά εξοπλισμένο λαό.
Θα ήταν απάτη και δόλια υπεκφυγή το επιχείρημα ότι εφόσον υπάρχει επαναστατικός στρατός, είναι περιττό να οπλίζουμε το προλεταριάτο, ή ότι «δεν φτάνουν» τα όπλα. Εδώ το ζήτημα είναι ν αρχίσουμε να οργανώνουμε αμέσως καθολική γενική πολιτοφυλακή, που θα μάθει να χειρίζεται τα όπλα, έστω και αν «δεν επαρκούν» για όλους, αφού για το λαό δεν είναι καθόλου απαραίτητο να υπάρχουν τόσα όπλα, ώστε να έχουν όλοι και πάντοτε. Εκείνο που χρειάζεται στο λαό είναι να μάθουν όλοι ως τον ένα τον χειρισμό των όπλων, ν ανήκουν όλοι ως τον ένα στην πολιτοφυλακή, που θ αντικαθιστά την αστυνομία και τον τακτικό στρατό. Εκείνο που χρειάζονται οι εργάτες είναι να μην υπάρχει στρατός αποσπασμένος απ το λαό, να συγχωνευτούν οι εργάτες και οι στρατιώτες σε μια ενιαία παλλαϊκή πολιτοφυλακή.
(Λένιν, τ. 31, σελ. 287, «Για την προλεταριακή πολιτοφυλακή»).


Δεν είμαστε υπέρ της αστικής πολιτοφυλακής, αλλά μόνο υπέρ της προλεταριακής. Γι αυτό ούτε μια πεντάρα κι ούτε έναν άνθρωπο» όχι μονάχα για τον τακτικό στρατό, αλλά και για την αστική πολιτοφυλακή, ακόμη και σε χώρες όπως οι Ενωμένες Πολιτείες, ή η Ελβετία, η Νορβηγία κλπ. Πολύ περισσότερο γιατί και στις πιο ελεύθερες δημοκρατικές χώρες (πχ στην Ελβετία) βλέπουμε τον ολοένα και μεγαλύτερο εκπρωσισμό της πολιτοφυλακής, την εκπόρνευσή της για την κινητοποίηση τμημάτων ενάντια στους απεργούς. Μπορούμε ν απαιτούμε: εκλογή των αξιωματικών απ το λαό, κατάργηση κάθε είδους στρατιωτικής δικαιοσύνης, εξίσωση δικαιωμάτων ξένων και ντόπιων εργατών, δικαίωμα για κάθε εκατό, ας πούμε, κατοίκους μιας χώρας να σχηματίζουν ελεύθερες ενώσεις για την ολόπλευρη εκμάθηση της πολεμικής τέχνης, με ελεύθερη εκλογή των εκπαιδευτών, με πληρωμή τους απ το δημόσιο ταμείο κλπ. Μόνο μ αυτούς τους όρους θα μπορούσε το προλεταριάτο να μάθει την πολεμική τέχνη πραγματικά για τον εαυτό του και όχι για τους δουλοκτήτες του.
(Λένιν, τ. 30, σελ. 158-159, «Για το σύνθημα του αφοπλισμού»).


Ο μόνιμος στρατός παντού και σε όλες τις χώρες χρησιμοποιείται όχι τόσο ενάντια στον εξωτερικό, όσο ενάντια στον εσωτερικό εχθρό. Ο μόνιμος στρατός έγινε παντού όργανο της αντίδρασης, υπηρέτης του κεφαλαίου στην πάλη ενάντια στην εργασία, δήμιος της ελευθερίας του λαού. Θα εξαλείψουμε ολότελα το μόνιμο στρατό. Ας συγχωνευτεί ο στρατός με τον ένοπλο λαό, ας φέρουν οι στρατιώτες στο λαό τις στρατιωτικές γνώσεις τους, ας εξαφανιστεί ο στρατώνας και ας αντικατασταθεί με το ελεύθερο στρατιωτικό σχολείο.
(Λένιν, τ. 12, σελ. 113-114, «Στρατός και επανάσταση»).


Σε ακόμη λιγότερο βαθμό στάθηκαν ικανοί (οι αστοί βουλευτές) να προβάλλουν αποφασιστικά το αίτημα της πολιτοφυλακής, δηλ της αντικατάστασης του τακτικού στρατού με το γενικό εξοπλισμό του λαού. Το μέτρο αυτό, που δεν ξεπερνάει τα πλαίσια της αστικής κοινωνίας, είναι το μόνο ικανό να εκδημοκρατήσει το στρατό και λίγο-πολύ σοβαρά να προωθήσει έστω και κατά ένα βήμα το ζήτημα της ειρήνης.
(Λένιν, τ. 23, σελ. 146, «Η αστική τάξη και η ειρήνη»).


Σε όλες τις αστικές δημοκρατίες, ακόμη και στις πιο δημοκρατικές, η αστυνομία αποτελεί το κύριο όργανο καταπίεσης των μαζών (όπως και ο τακτικός στρατός). Η αστυνομία, όντας χωρισμένη απ το λαό, αποτελώντας επαγγελματική κάστα, συγκροτημένη από ανθρώπους «ξεσκολισμένους» στη βία ενάντια στο φτωχό πληθυσμό, ανθρώπους που έχουν κάπως μεγαλύτερο μισθό και το προνόμιο της «εξουσίας» (αφήνουμε πια τα «τυχερά»), παραμένει αναπόφευκτα σε οποιαδήποτε αστικοδημοκρατική δημοκρατία, εφόσον κυριαρχεί η αστική τάξη, το πιο πιστό της όργανο, στήριγμα και φρουρός της. με τη βοήθεια της αστυνομίας είναι αδύνατο να εφαρμοστούν σοβαρές και ριζικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των εργαζόμενων μαζών. Αυτό είναι αντικειμενικά αδύνατον.
(Λένιν, τ. 32, σελ. 25, «Ξέχασαν το κυριότερο»).

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Τι λέει ο μαρξισμός για την κοινωνική εξέλιξη. Μια βασική προσέγγιση.



Τι λέει ο μαρξισμός για την κοινωνική εξέλιξη. Μια βασική προσέγγιση.

Ο Μάρξ ήταν επιστήμονας (1), όχι προφήτης. Βρήκε τον νόμο κίνησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (τη θεωρητική/ιδανική έκφρασή του), όχι τον νόμο κίνησης του πραγματικού καπιταλιστικού συστήματος ή της κάθε συγκεκριμένης καπιταλιστικής κοινωνίας/χώρας (2).
Είναι σαν να λέμε ότι ανακάλυψε τον νόμο (τύπο) που κατευθύνει τη βολή ενός πυροβόλου. Δεν μπορεί όμως να έχουμε αξίωση να προβλέψει τη συγκεκριμένη βολή ενός πραγματικού πυροβόλου, χωρίς να γνωρίζει τις καιρικές συνθήκες, τον άνεμο, την κατάσταση και κατεύθυνση του πυροβόλου ή και τυχόν εμπόδια που μπορούν μέχρι και να γυρίσουν τη βολή προς τα πίσω ή και στο κεφάλι μας. Όμως η κοινωνικοϊστορική εξέλιξη, διαφέρει απ τη βολή ενός πυροβόλου, ως προς το ότι υπάρχει μια ανάγκη που πρέπει να «κουμπώσει» σε κάποια «κατεύθυνση», κι αυτό δημιουργεί την εμμονή και επανάληψη των «βολών», ώσπου να επιτευχθεί ένα «εντός των ορίων» αποτέλεσμα. Το ουσιαστικό εδώ, είναι οι «βολές» και τα όρια των μεταμορφώσεών τους (3).
Γενικά η θεωρητική σύλληψη μιας ιστορικής νομοτέλειας μπορούμε να πούμε ότι διαφέρει απ την πραγματική εξέλιξη, όπως ο σκελετός διαφέρει απ το ζωντανό πλάσμα («ντυμένο» με τους ιστούς του και όλο το οργανικό υλικό του). Διαγράφοντας τον σκελετό, αποκτάμε μια ιδέα για το τι είδους θα είναι η εξέλιξη και προς τα πού μπορεί να κατευθυνθεί, αλλά ο ζωντανός οργανισμός θ αποφασίσει (ή θα καταλήξει, επηρεασμένος πιθανά και από άλλους παράγοντες), για την πορεία που θ ακολουθήσει (3α).
Ο Λένιν εξήγησε πως υπάρχει η (θεωρητική) δυνατότητα να επεκτείνουμε σε τεράστιο βαθμό τα δημοκρατικά όρια του καπιταλισμού και να κάνουμε συγκεκριμένα βήματα προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού (4).
Μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού υπάρχει στάδιο ή στάδια μετάβασης (η άρνηση των μεταβατικών σταδίων, αποτελεί ρήξη με τον μαρξισμό, κατά τον Λένιν) (5). Ακριβώς επειδή ο καπιταλισμός «δεν εκπλήρωσε το ιστορικό του καθήκον» και δεν ανέπτυξε τη δημοκρατία, και επειδή η λαοκρατική δημοκρατία είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να οδηγήσει σε μια σοσιαλιστική κοινωνία (6), οι εργαζόμενοι σε κάθε περίπτωση πρέπει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να οδηγήσουν τα πράγματα προς μια μορφή λαοκρατικής δημοκρατίας. Οι μορφές αυτής θα περιέχουν και τα στοιχεία της δικτατορίας του προλεταριάτου (δηλ κατάπνιξη της αντίδρασης των πρώην αρχουσών τάξεων). Η δικτατορία του προλεταριάτου περιορίζεται στην αντιμετώπιση της αστικής τάξης και των συμμάχων της και δεν καταπνίγει σε καμιά περίπτωση την δημοκρατία του λαού (7). Αυτό είναι ένα σημαντικό κριτήριο για τις κοινωνίες που έκαναν προσπάθειες επαναστατικής αλλαγής ή εξόδου απ τον καπιταλισμό.
Αυτές οι μεταβατικές κοινωνίες (ή ο ξεχειλωμένος καπιταλισμός ως προς το θέμα της δημοκρατίας), δεν εξασφαλίζουν τίποτε και οι γραμμές εξέλιξής τους είναι ελεύθερες, μέχρι το σημείο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού (βλέπε πρώην «σοσιαλιστικές χώρες»), ακόμη και της χρησιμοποίησής τους σαν χώρο πειραματισμού για τα πιο ακραία δόγματα του νεοφιλελευθερισμού (Χιλή). Αυτό υπογραμμίζει την ευθύνη με την οποία είναι επιφορτισμένη η ιστορικοκοινωνική πολιτική δράση.
Βέβαια αυτή η ελευθερία στην εξέλιξη δεν περιορίζεται μόνο στις κοινωνίες της λαοκρατικής δημοκρατίας, αλλά υπάρχει και στον καπιταλισμό. Αυτό δείχνει η εκτίμηση του Λένιν για τις δύο δυνατές βασικές γραμμές ανάπτυξης της ρωσικής επανάστασης, η εκτίμησή του επίσης ότι κοινωνικά καθεστώτα μπορεί να σαπίζουν επί δεκαετίες, γιατί δεν έχουν βρεθεί οι κατάλληλες δυνάμεις και συνθήκες για να τα ανατρέψουν ή η αναφορά του στους αναγκαίους μετασχηματισμούς που πραγματοποιούν καπιταλιστικά καθεστώτα, για τη ρύθμιση της οικονομικής ζωής με τον αντιδραστικό-γραφειοκρατικό τρόπο και όχι με τον επαναστατικό-δημοκρατικό. Αυτό μπορεί να μας προϊδεάσει και για το χρονικό διάστημα εξέλιξης μιας κοινωνίας και την ελαστικότητα αυτού (8).
Η υπερπήδηση ή η συρρίκνωση των σταδίων εξέλιξης μπορεί να δημιουργήσει εντελώς ιδιόμορφες καταστάσεις που δεν μπορούν να προβλεφθούν από πριν (9). Γι αυτό χρειάζεται η μέγιστη ευελιξία και ετοιμότητα των εργαζομένων και των ηγετών τους για να τις αντιμετωπίσουν.
Και τι θα λέγατε για έναν σοσιαλισμό «που δεν εκπλήρωσε το ιστορικό του καθήκον» ως προς το τάδε ζήτημα (10);


Γιώργος Παπανικολάου
9 Μάρτη 2014

(1).
Μάρξ, Κεφάλαιο, Πρόλογος: 
…αντιλαμβάνομαι την εξέλιξη των οικονομικών κοινωνικών σχηματισμών σαν φυσικοϊστορικό προτσές. 
…Αποδείχνοντας την αναγκαιότητα του σημερινού καθεστώτος, αποδείχνει συνάμα και την αναγκαιότητα ενός άλλου καθεστώτος στο οποίο πρέπει να περάσει εξάπαντος το πρώτο, αδιάφορο αν οι άνθρωποι το πιστεύουν ή δεν το πιστεύουν αυτό, αν έχουν ή δεν έχουν συνείδηση γι αυτό… 
…αυτό που συντελείται στην οικονομική ζωή εξαρτιέται απ το βαθμό παραγωγικότητας των οικονομικών δυνάμεων…

Για τον Μάρξ, ένα πράγμα μόνο έχει σημασία: να βρει τον νόμο των φαινομένων που ασχολείται με την έρευνά τους. και μάλιστα γι αυτόν δεν έχει σημασία μόνο ο νόμος που τα διέπει, όσο έχουν μια ορισμένη μορφή, και όσο βρίσκονται σε μια αλληλοσχέση που παρατηρείται σε μια δοσμένη περίοδο. Γι αυτόν, πάνω απ όλα, έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία ο νόμος της αλλαγής τους, της εξέλιξής τους, δηλ το πέρασμα απ τη μια μορφή στην άλλη, από μια κατηγορία αλληλοσχέσης σε μια άλλη. Όταν έχει πια ανακαλύψει αυτό το νόμο, εξετάζει λεπτομερειακά τις συνέπειες με τις οποίες εκδηλώνεται στην κοινωνική ζωή. Ο Μάρξ φροντίζει μονάχα για ένα πράγμα: ν αποδείξει με ακριβή επιστημονική έρευνα, την αναγκαιότητα ορισμένων καθεστώτων κοινωνικών σχέσεων, και να διαπιστώσει όσο το δυνατόν πιο άμεμπτα, τα γεγονότα που του χρησιμεύουν σαν αφετηρίες και στηρίγματα. Γι αυτόν είναι πέρα για πέρα αρκετό, αν αποδείχνοντας την αναγκαιότητα του σημερινού καθεστώτος, αποδείχνει συνάμα, και την αναγκαιότητα ενός άλλου καθεστώτος, στο οποίο πρέπει να περάσει εξάπαντος το πρώτο, αδιάφορο αν οι άνθρωποι το πιστεύουν ή δεν το πιστεύουν αυτό, αν έχουν ή αν δεν έχουν συνείδηση γι αυτό. Ο Μάρξ εξετάζει την κίνηση της κοινωνίας σαν φυσικοϊστορικό προτσές που το διέπουν νόμοι, που όχι μόνο είναι ανεξάρτητοι απ τη θέληση, τη συνείδηση, και τις επιδιώξεις του ανθρώπου, μα που αντίθετα, οι ίδιοι καθορίζουν τη θέληση, τη συνείδηση, και τις επιδιώξεις του. Αν το συνειδητό στοιχείο παίζει έναν τόσο δευτερεύοντα ρόλο στην ιστορία του πολιτισμού, είναι αυτονόητο ότι η κριτική, που έχει για αντικείμενό της τον ίδιο τον πολιτισμό, μπορεί λιγότερο από κάθε τι άλλο, νάχει για βάση της κάποια μορφή ή κάποιο αποτέλεσμα της συνείδησης. Δηλ μόνο το εξωτερικό φαινόμενο μπορεί να της χρησιμεύει σαν αφετηρία, και όχι η ιδέα. Η κριτική θα συνίσταται στη σύγκριση, στην αντιπαράθεση και στην αντιπαραβολή, ενός γεγονότος, όχι με την ιδέα, αλλά με ένα άλλο γεγονός. Γι αυτή σημασία έχουν μόνο νάχουν εξερευνηθεί και τα δύο γεγονότα με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, και ν αποτελούν πραγματικά το ένα απέναντι στο άλλο, διαφορετικές βαθμίδες ανάπτυξης, και πάνω απ όλα, έχει σημασία νάχουν εξερευνηθεί με όχι μικρότερη ακρίβεια, η σειρά, η διαδοχή και η σχέση, με τις οποίες εμφανίζονται αυτές οι βαθμίδες ανάπτυξης.
Μήπως οι γενικοί νόμοι της οικονομικής ζωής είναι οι ίδιοι, αδιάφορο αν εφαρμόζονται στο παρόν ή στο παρελθόν; Μα αυτό ακριβώς δεν παραδέχεται ο Μάρξ. Γι αυτόν δεν υπάρχουν τέτοιοι γενικοί νόμοι. Αντίθετα, κατά τη γνώμη του, κάθε μεγάλη ιστορική περίοδος, έχει τους νόμους της. μόλις όμως η ζωή ξεπεράσει μια δοσμένη περίοδο ανάπτυξης, μόλις βγει από ένα δοσμένο στάδιο και μπει σ ένα άλλο, αρχίζει πια να διέπεται από άλλους νόμους. Με δυο λόγια, η οικονομική ζωή μας παρουσιάζει στην περίπτωση αυτή, ένα φαινόμενο πέρα για πέρα ανάλογο, μ αυτό που παρατηρούμε σ άλλες κατηγορίες των βιολογικών φαινομένων. Δεν είναι σωστή η άποψη εκείνη των παλιών οικονομολόγων για τη φύση του οικονομικού νόμου, σύμφωνα με την οποία ο νόμος αυτός είναι όμοιος με τους νόμους της φυσικής και της χημείας. Μια βαθύτερη ανάλυση των φαινομένων απέδειξε ότι οι κοινωνικοί οργανισμοί διαφέρουν ο ένας απ τον άλλο, εξίσου ριζικά, όσο και οι οργανισμοί των φυτών και των ζώων. Ένα και το αυτό φαινόμενο, υπόκειται σε ολότελα διαφορετικούς νόμους, εξαιτίας της διαφοράς στη δομή αυτών των οργανισμών, της ποικιλίας των οργάνων τους, της διαφοράς των συνθηκών μέσα στις οποίες είναι υποχρεωμένα να λειτουργούν τα όργανα κλπ. Ο Μάρξ λχ. Αρνείται να παραδεχτεί ότι ο νόμος κίνησης του πληθυσμού, είναι ο ίδιος παντού και πάντοτε, για όλες τις εποχές και για όλους τους τόπους. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι κάθε βαθμίδα ανάπτυξης έχει το δικό της νόμο κίνησης του πληθυσμού. Αυτό που συντελείται στην οικονομική ζωή, εξαρτιέται απ το βαθμό παραγωγικότητας των οικονομικών δυνάμεων. Ανάλογα με τις διαφορές στην παραγωγικότητα, θα διαφέρουν και οι συνέπειές της και μαζί μ αυτές και οι νόμοι που τις διέπουν. Η επιστημονική αξία μιας τέτοιας έρευνας, βρίσκεται στην αποσαφήνιση των ιδιαίτερων νόμων που ρυθμίζουν την εμφάνιση, την ύπαρξη, την εξέλιξη και το θάνατο ενός δοσμένου κοινωνικού οργανισμού, και την αντικατάστασή του από έναν άλλο, ανώτερο.
(Μάρξ, Κεφάλαιο, Επίλογος στη δεύτερη έκδοση).

Ατομικότητες δεν υπάρχουν μόνο στον πνευματικό, αλλά και στον υλικό κόσμο. στον υλικό κόσμο η υπαγωγή των «ατομικοτήτων» σε ορισμένους γενικούς νόμους, έχει ολοκληρωθεί πριν από πολύ καιρό, ενώ στον κοινωνικό τομέα, καθορίστηκε σταθερά, μόνο με τη θεωρία του Μάρξ.
Η θεωρία του Μάρξ εφάρμοσε στην κοινωνική επιστήμη, το αντικειμενικό κριτήριο, το γενικό επιστημονικό κριτήριο της επανάληψης, που οι υποκειμενιστές αρνούνταν τη δυνατότητα χρησιμοποίησής του στην κοινωνιολογία.
Έτσι ανατράπηκε η παιδικά αφελής, καθαρά μηχανιστική άποψη των υποκειμενιστών για την ιστορία, που ικανοποιούνταν με τη θέση ότι την ιστορία τη φτιάχνουν τα ζωντανά πρόσωπα, και δεν θέλαν να ξεδιαλύνουν από ποιες κοινωνικές συνθήκες και πως ακριβώς, καθορίζεται η δράση τους.
Με βάση ποια γνωρίσματα θα κρίνουμε τις πραγματικές «σκέψεις» και τα πραγματικά «αισθήματα» των πραγματικών προσωπικοτήτων; Το κριτήριο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μόνο ένα: οι πράξεις αυτών των προσωπικοτήτων, κι επειδή πρόκειται μόνο για κοινωνικές «σκέψεις και αισθήματα», οι κοινωνικές πράξεις των προσωπικοτήτων, δηλ τα κοινωνικά γεγονότα.
Οι πράξεις των «ζωντανών προσώπων» γενικεύτηκαν και ανάχθηκαν στις πράξεις ομάδων προσώπων, που ξεχωρίζουν μεταξύ τους όσον αφορά το ρόλο τους στο σύστημα των σχέσεων παραγωγής, δηλ στις πράξεις των τάξεων, που η πάλη τους καθόριζε την ανάπτυξη της κοινωνίας.
Ο διαχωρισμός του σπουδαίου απ το μη σπουδαίο (κοινωνικό φαινόμενο), αντικαταστάθηκε με τη διάκριση ανάμεσα στην οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας σαν περιεχόμενο, και στην πολιτική και ιδεολογική μορφή.
Οι συλλογισμοί των υποκειμενιστών για «κοινωνία» γενικά, αντικαταστάθηκε με τη μελέτη των καθορισμένων μορφών συγκρότησης της κοινωνίας.
Αναιρέθηκε η άποψη των παλιών οικονομολόγων, που έβλεπαν νόμους της φύσης, εκεί όπου υπάρχει θέση μόνο για τους νόμους ενός ειδικού, ιστορικά καθορισμένου, συστήματος σχέσεων παραγωγής.
Ο υποκειμενισμός αντικαταστάθηκε με την αντίληψη ότι το κοινωνικό προτσές είναι ένα φυσικοϊστορικό προτσές.
(Λένιν, τ. 1, «Τι είναι οι φίλοι του λαού» και «Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού»).

Ούτε 70 Μάρξ δεν θα μπορούσαν να συλλάβουν το σύνολο όλων αυτών των αλλαγών, με όλα τα παρακλάδια τους στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Το σπουδαιότερο είναι ότι ανακαλύφθηκαν οι νόμοι αυτών των αλλαγών, καταδείχθηκε στις κύριες και βασικές γραμμές η αντικειμενική λογική αυτών των αλλαγών και της ιστορικής τους εξέλιξης. Το ύψιστο καθήκον της ανθρωπότητας είναι να συλλάβει αυτή την αντικειμενική λογική της οικονομικής εξέλιξης (εξέλιξης του κοινωνικού είναι), στα γενικά και κύρια χαρακτηριστικά της, για να προσαρμόσει σ αυτήν όσο το δυνατόν πιο ακριβολογημένα, πιο ξεκάθαρα και πιο κριτικά, την κοινωνική της συνείδηση και τη συνείδηση των πρωτοπόρων τάξεων όλων των καπιταλιστικών χωρών».
(Λένιν).


Πιστεύεται ότι ο Μάρξ ασχολήθηκε με την «καπιταλιστική κοινωνία» και τον καπιταλισμό. Λάθος. Όσο μπόρεσα να εξακριβώσω η λέξη «καπιταλισμός» δεν υπάρχει καν στον Μάρξ. Αλλά δεν υπάρχει διότι δεν υπάρχει ούτε η έννοια. Στον Μάρξ, υπάρχουν μόνο οι δυο έννοιες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Και στον Μάρξ δεν υπάρχει η λέξη «καπιταλισμός» διότι δεν έχει σκοπό να περιγράψει άπειρες καπιταλιστικές κοινωνίες, όλες διαφορετικές μεταξύ τους (οι οποίες στο λεξιλόγιό του θα μπορούσαν να ορισθούν σαν ιδιαίτεροι οικονομικο-κοινωνικοί καπιταλιστικοί σχηματισμοί), αλλά μόνο να δημιουργήσει ένα μοντέλο, έναν σκελετό, χωρίς κρέας και αίμα.
(Κ. Πρέβε, σελ 214, «Κριτική ιστορία του μαρξισμού»).


(2).
«Η θεωρία της πραγματοποίησης είναι μια αφηρημένη θεωρία, που δείχνει πως συντελείται η αναπαραγωγή και η κυκλοφορία όλου του κοινωνικού κεφαλαίου. Απαραίτητες προϋποθέσεις αυτής της αφηρημένης θεωρίας είναι, πρώτο, να κάνει αφαίρεση του εξωτερικού εμπορίου, των εξωτερικών αγορών. Κάνοντας όμως αφαίρεση του εξωτερικού εμπορίου, η θεωρία της πραγματοποίησης δεν υποστηρίζει καθόλου ότι υπήρξε ποτέ ή ότι μπορούσε να υπάρξει κεφαλαιοκρατική κοινωνία χωρίς εξωτερικό εμπόριο. Δεύτερο, η αφηρημένη θεωρία της πραγματοποίησης προϋποθέτει και πρέπει να προϋποθέτει την αναλογική κατανομή του προϊόντος ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Προϋποθέτοντάς το όμως αυτό, η θεωρία της πραγματοποίησης δεν υποστηρίζει διόλου ότι στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία τα προϊόντα πάντοτε κατανέμονται ή μπορούν να κατανέμονται αναλογικά.
Η θεωρία της αξίας προϋποθέτει και πρέπει να προϋποθέτει την ισότητα της ζήτησης και της προσφοράς, ωστόσο δεν υποστηρίζει διόλου ότι στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία πάντοτε παρατηρούνταν και μπορούσε να παρατηρείται μια τέτοια ισότητα.
Όπως και κάθε άλλος νόμος του καπιταλισμού, ο νόμος της πραγματοποίησης «πραγματοποιείται μόνο μέσω της μη πραγματοποίησής του».
Αν τον Στρούβε τον συγχύζει το γεγονός ότι «η ολοκληρωμένη πραγματοποίηση είναι το ιδανικό της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, χωρίς νάναι καθόλου η πραγματικότητά της», εμείς θα του θυμίσουμε πως κι όλοι οι άλλοι νόμοι του καπιταλισμού, που ανακαλύφθηκαν απ τον Μάρξ, απεικονίζουν ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, απλώς το ιδανικό του καπιταλισμού, δεν απεικονίζουν όμως καθόλου την πραγματικότητά του. «Σκοπός μας είναι, έγραφε ο Μάρξ, να δείξουμε την εσωτερική οργάνωση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, μόνο στο μέσο, ιδανικό, θα λέγαμε, τύπο του». Η θεωρία του κεφαλαίου προϋποθέτει πως ο εργάτης παίρνει όλη την αξία της εργατικής του δύναμης. Αυτό είναι το ιδανικό του καπιταλισμού, δεν είναι όμως καθόλου η πραγματικότητά του. Η θεωρία της γαιοπροσόδου, προϋποθέτει πως όλος ο γεωργικός πληθυσμός έχει χωριστεί ολοκληρωτικά σε γαιοκτήμονες, κεφαλαιοκράτες και μισθωτούς εργάτες. Αυτό είναι το ιδανικό του καπιταλισμού, δεν είναι όμως καθόλου η πραγματικότητά του. Η θεωρία της πραγματοποίησης προϋποθέτει την αναλογική κατανομή της παραγωγής. Αυτό είναι το ιδανικό του καπιταλισμού, δεν είναι όμως καθόλου η πραγματικότητά του».
(Λένιν, τ. 4, σελ 71-72 και 81-82 «Και πάλι για το ζήτημα της θεωρίας της πραγματοποίησης»).

Ο καθένας ξέρει ότι ο επιστημονικός σοσιαλισμός δεν χάραξε ποτέ κανενός είδους προοπτικές για το μέλλον. Περιορίστηκε στην ανάλυση του σύγχρονου αστικού καθεστώτος, στη μελέτη των τάσεων εξέλιξης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνικής οργάνωσης, και τίποτε περισσότερο.
«Εμείς δεν λέμε στον κόσμο, έγραφε ο Μάρξ ακόμα από το 1843, «πάψε να παλαίβεις, όλος ο αγώνας σου δεν έχει κανένα νόημα». Εμείς του δίνουμε το αληθινό σύνθημα του αγώνα. Εμείς δείχνουμε απλώς στον κόσμο για ποιο πράγμα στην ουσία αγωνίζεται. Όσο για τη συνείδηση, είναι ένα πράγμα, που ο κόσμος θα το αποχτήσει το δίχως άλλο, είτε το θέλει είτε όχι.
Ο καθένας ξέρει λ.χ. ότι «Το κεφάλαιο», αυτό το κύριο και βασικό έργο, που εκθέτει τον επιστημονικό σοσιαλισμό, περιορίζεται στους πιο γενικούς υπαινιγμούς για το μέλλον και δεν ερευνά παρά μόνο τα στοιχεία που υπάρχουν σήμερα και μέσα από τα οποία βγαίνει το μελλοντικό καθεστώς.
(Λένιν, τ. 1, «Τι είναι οι φίλοι του λαού»).

Μαρξ, GRUNDRISSE, τ. ΙΙΙ, σελ 720: 
«Άλλο πράγμα είναι να παρουσιάσει κανείς την πραγματική διαδικασία, όπου και τα δύο - αυτό που ονομάζει περιστασιακή κίνηση, που όμως είναι το μόνιμο και πραγματικό και ο νόμος του, η μέση σχέση - και τα δυο εμφανίζονται σαν εξίσου ουσιαστικά.

Πάνω στη δοσμένη οικονομική βάση της ρωσικής επανάστασης είναι αντικειμενικά δυνατές δυο βασικές γραμμές ανάπτυξης και έκβασής της:
Ή η παλιά τσιφλικάδικη οικονομία, που συνδέεται με χιλιάδες νήματα με τη δουλοπαροικία, διατηρείται και μετατρέπεται σιγά-σιγά σε καθαρά καπιταλιστική «γιουνκερική» οικονομία. Ή την παλιά τσιφλικάδικη οικονομία τη συντρίβει η επανάσταση, που καταστρέφει όλα τα υπολείμματα της δουλοπαροικίας και πριν απ όλα τη μεγάλη γαιοκτησία.
Είναι δυνατό φυσικά να γίνουν άπειροι συνδυασμοί στοιχείων του άλφα ή του βήτα τύπου κεφαλαιοκρατικής εξέλιξης.
(Λένιν, τ. 3, «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία»).

Πρέπει στ αλήθεια να αντιλαμβάνεται κανείς την ιστορία σα μαθητούδι για να φαντάζεται την υπόθεση χωρίς «άλματα», με τη μορφή κάποιας βραδείας και ισόμετρης ανοδικής ευθύγραμμης κίνησης: στην αρχή έχει ας πούμε σειρά η φιλελεύθερη μεγαλοαστική τάξη με τις μικροπαραχωρήσεις της απολυταρχίας, έπειτα έρχεται η επαναστατική μικροαστική τάξη με τη λαοκρατική δημοκρατία, τέλος το προλεταριάτο με τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η εικόνα αυτή είναι σωστή σε γενικές γραμμές, είναι σωστή όταν αντιστοιχεί σε μια «μακρόχρονη περίοδο», όπως λένε οι γάλλοι, σε καμιά εκατοστή χρόνια, αλλά για να καταρτίζει κανείς με βάση αυτή την εικόνα το σχέδιο της δικής του δράσης σε μια επαναστατική εποχή, πρέπει νάναι αριστοτέχνης του φιλισταϊσμού.
(Λένιν, «Η επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», τ. 10, σελ 27-28). 


(3).
Ενώ στην Αγγλία και τη Γαλλία η ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας είχε σαν αποτέλεσμα την αλληλοσύνδεση των συμφερόντων σε όλη τη χώρα και έτσι την πολιτική συγκεντροποίηση, στη Γερμανία η ανάπτυξη αυτή οδήγησε μόνο στη συσπείρωση των συμφερόντων κατά επαρχίες, απλώς γύρω από τοπικά κέντρα, κι έτσι στον πολιτικό κατακερματισμό.
(Ένγκελς, σελ 42, «Ο πόλεμος των χωρικών στην Γερμανία»).

Πάνω στη δοσμένη οικονομική βάση της ρωσικής επανάστασης είναι αντικειμενικά δυνατές δυο βασικές γραμμές ανάπτυξης και έκβασής της:
Ή η παλιά τσιφλικάδικη οικονομία, που συνδέεται με χιλιάδες νήματα με τη δουλοπαροικία, διατηρείται και μετατρέπεται σιγά-σιγά σε καθαρά καπιταλιστική «γιουνκερική» οικονομία. Ή την παλιά τσιφλικάδικη οικονομία τη συντρίβει η επανάσταση, που καταστρέφει όλα τα υπολείμματα της δουλοπαροικίας και πριν απ όλα τη μεγάλη γαιοκτησία.
Είναι δυνατό φυσικά να γίνουν άπειροι συνδυασμοί στοιχείων του άλφα ή του βήτα τύπου κεφαλαιοκρατικής εξέλιξης.
(Λένιν, τ. 3, «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία»).

τι θα κάναμε αν το πλήρες αδιέξοδο της κατάστασης δεκαπλασιάζοντας τις δυνάμεις των εργατών και των αγροτών μας άνοιγε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε τις βασικές προϋποθέσεις του πολιτισμού με διαφορετικό τρόπο απ ότι σε όλα τα άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη. Μήπως άλλαξε απ αυτό το γεγονός η γενική γραμμή εξέλιξης της ιστορίας;
Αν για τη δημιουργία του σοσιαλισμού απαιτείται ένα ορισμένο επίπεδο πολιτισμού (αν και κανένας δεν μπορεί να πει ποιο είναι ακριβώς αυτό το ορισμένο «επίπεδο πολιτισμού», γιατί κάθε δυτικοευρωπαϊκό κράτος έχει και διαφορετικό επίπεδο), τότε γιατί δεν μπορούμε ν αρχίσουμε πρώτα απ την κατάκτηση με επαναστατικό τρόπο των προϋποθέσεων γι αυτό το ορισμένο επίπεδο και μετά πια βασισμένοι στην εργατοαγροτική εξουσία και στο σοβιετικό καθεστώς, να προχωρήσουμε για να φτάσουμε τους άλλους λαούς;
(Άπαντα Λένιν, τόμος 45, σελίδα 380). 


(3α).
«Η διδασκαλία μας δεν είναι δόγμα, μα καθοδήγηση για δράση», έτσι έλεγαν πάντα ο Μάρξ και ο Ένγκελς, που δίκαια ειρωνεύονταν την αποστήθιση και την απλή επανάληψη «διατυπώσεων», ικανών στην καλύτερη περίπτωση μόνο να προδιαγράφουν τα γενικά καθήκοντα, που τροποποιούνται αναπόφευκτα από τη συγκεκριμένη οικονομική και πολιτική κατάσταση της κάθε ιδιαίτερης περιόδου του ιστορικού προτσές.
Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας απ τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης, είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης. Σε τι συνίσταται το πρώτο στάδιο (της επανάστασής μας); Στο πέρασμα της κρατικής εξουσίας στην αστική τάξη. Μ αυτή την έννοια, η αστική ή αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία, τελείωσε.
Μα (ακούγονται οι διαφωνούντες) «δεν λέγαμε πάντα πως η αστικοδημοκρατική επανάσταση τελειώνει μόνο με την επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς;
Γενικά, τα μπολσεβίκικα συνθήματα και ιδέες έχουν επιβεβαιωθεί πλήρως απ την ιστορία, συγκεκριμένα όμως, τα πράγματα διαμορφώθηκαν διαφορετικά, απ ό,τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς, πιο πρωτότυπα, πιο ιδιόμορφα, πιο ποικιλόμορφα. Το να αγνοείς αυτό το γεγονός, θα σήμαινε ότι εξομοιώνεσαι με κείνους τους «παλιούς μπολσεβίκους», που πολλές φορές ήδη έπαιξαν θλιβερό ρόλο στην ιστορία του κόμματός μας, επαναλαμβάνοντας αβασάνιστα μια αποστηθισμένη διατύπωση, αντί να μελετήσουν την ιδιομορφία της νέας, της ζωντανής πραγματικότητας.
Η επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, έχει ήδη πραγματοποιηθεί στη ρωσική επανάσταση, γιατί η «διατύπωση» αυτή προβλέπει μόνο το συσχετισμό των τάξεων, και όχι το συγκεκριμένο πολιτικό θεσμό που πραγματώνει αυτό το συσχετισμό, αυτή τη συνεργασία. Το Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών, να η πραγματοποιημένη ήδη απ τη ζωή επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς.
Η διατύπωση αυτή πάλιωσε πια. Η ζωή την έβγαλε απ το βασίλειο των διατυπώσεων και την έμπασε στο βασίλειο της πραγματικότητας, της έδωσε σάρκα και οστά, τη συγκεκριμενοποίησε και έτσι την τροποποίησε.
Στην ημερήσια διάταξη μπήκε ήδη ένα διαφορετικό, ένα νέο καθήκον: η διάσπαση στο εσωτερικό αυτής της δικτατορίας ανάμεσα στα προλεταριακά στοιχεία και στα μικρονοικοκυρίστικα ή μικροαστικά.
Ο μαρξιστής πρέπει να παίρνει υπόψη του τη ζωντανή πραγματικότητα, τα ακριβή γεγονότα της πραγματικότητας, και όχι να εξακολουθεί να αγκιστρώνεται απ τη θεωρία του χθες, που όπως και κάθε θεωρία, στην καλύτερη περίπτωση, προδιαγράφει απλώς το βασικό, το γενικό, πλησιάζει απλώς στη σύλληψη της πολυπλοκότητας της ζωής.
Κατά την παλιά αντίληψη προκύπτει πως: ύστερα απ την κυριαρχία της αστικής τάξης, μπορεί και πρέπει ν ακολουθήσει η κυριαρχία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, η δικατατορία τους.
Στη ζωντανή όμως πραγματικότητα, τα πράγματα ήρθαν ήδη διαφορετικά. Προέκυψε μια εξαιρετικά πρωτότυπη, νέα, πρωτοείδωτη σύμπλεξη του ενός με το άλλο. Υπάρχουν δίπλα, ταυτόχρονα και η κυριαρχία της αστικής τάξης, και η επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, που παραδίνει θεληματικά την εξουσία στην αστική τάξη.
Το γεγονός αυτό δεν χωράει στα παλιά σχήματα. Πρέπει να ξέρει κανείς να προσαρμόζει τα σχήματα στη ζωή, και όχι να επαναλαμβάνει λέξεις για «δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» γενικά, λέξεις που έχασαν κάθε νόημα.
Ο μαρξιστής δεν πρέπει να ξεφεύγει απ την ακριβή βάση της ανάλυσης των ταξικών σχέσεων. Στην εξουσία βρίσκεται η αστική τάξη. Αλλά μήπως και η μάζα των αγροτών δεν αποτελεί επίσης αστική τάξη διαφορετικού στρώματος, διαφορετικού είδους, διαφορετικού χαρακτήρα; Από πού βγαίνει ότι αυτό το στρώμα δεν μπορεί να έρθει στην εξουσία «αποτελειώνοντας» την αστικοδημοκρατική επανάσταση; Έτσι σκέφτονται συχνά οι παλιοί μπολσεβίκοι.
Απαντώ: αυτό είναι πολύ πιθανό. Ο μαρξιστής όμως, στην εκτίμηση της στιγμής, δεν πρέπει να ξεκινά απ το πιθανό, αλλά απ το πραγματικό. Και η πραγματικότητα μας παρουσιάζει το γεγονός ότι οι ελεύθερα εκλεγμένοι στρατιώτες και αγρότες βουλευτές συμμετέχουν ελεύθερα στη δεύτερη, την παράπλευρη κυβέρνηση και άλλο τόσο ελεύθερα παραδίνουν την εξουσία στην αστική τάξη (εμείς πάντα λέγαμε ότι η αστική τάξη κρατιέται όχι μόνο με τη βία, αλλά και με την έλλειψη συνειδητότητας, τη ρουτίνα, την αποβλάκωση και την ανοργανωσιά των μαζών). Μπροστά στη σημερινή πραγματικότητα είναι στ αλήθεια γελοίο ν αγνοείς το γεγονός και να μιλάς για «πιθανότητες».
Είναι πιθανό η αγροτιά να πάρει όλη τη γη και όλη την εξουσία (εγώ δεν παραβλέπω αυτή τη δυνατότητα). Είναι όμως πιθανό και το άλλο: οι αγρότες να διατηρήσουν τη συμφωνία τους με την αστική τάξη, όχι μόνο τυπικά, μα και ουσιαστικά. Πολλά τα πιθανά. Θα ήταν όμως λάθος να ξεχνάμε την πραγματικότητα που μας παρουσιάζει το γεγονός της συμφωνίας ή το γεγονός της ταξικής συνεργασίας της αστικής τάξης και της αγροτιάς. Όταν το γεγονός αυτό πάψει να είναι γεγονός, όταν η αγροτιά ξεκόψει απ την αστική τάξη, τότε αυτό θα είναι ένα νέο στάδιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, και γι αυτό θα γίνει λόγος ιδιαίτερα. Ο μαρξιστής που εξαιτίας της δυνατότητας ενός τέτοιου μελλοντικού σταδίου, θα ξεχνούσε τις υποχρεώσεις του σήμερα, τώρα που η αγροτιά συμφωνεί με την αστική τάξη, θα μεταβαλλόταν σε μικροαστό, επειδή στην πράξη θα καλλιεργούσε την εμπιστοσύνη προς τους μικροαστούς.
Είναι άγνωστο αν μπορεί τώρα να υπάρξει ακόμη στη Ρωσία μια ιδιαίτερη «επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» ξεκομμένη απ την αστική κυβέρνηση. Και δεν επιτρέπεται να βασίζουμε την μαρξιστική τακτική στο άγνωστο. Αν όμως αυτό μπορεί ακόμη να συμβεί, τότε ο δρόμος που οδηγεί σ αυτό είναι ένας και μόνο ένας: άμεσος, αποφασιστικός, αμετάκλητος διαχωρισμός των προλεταριακών, κομμουνιστικών στοιχείων του κινήματος απ τα μικροαστικά. Μόνο η συσπείρωση των προλετάριων, απαλλαγμένων στην πράξη και όχι στα λόγια απ την επιρροή των μικροαστών, είναι ικανή να κάνει τόσο «πυρακτωμένο» το έδαφος κάτω απ τα πόδια των μικροαστών, που ν αναγκαστούν, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, να πάρουν την εξουσία.
Όποιος καθοδηγείται στη δράση του μόνο απ τη διατύπωση: «η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει τελειώσει», είναι σαν να εγγυάται έτσι πως οι μικροαστοί είναι ασφαλώς ικανοί να τραβήξουν ανεξάρτητα απ την αστική τάξη. Αυτός παραδίνεται έτσι ανίσχυρος τη στιγμή αυτή, στο έλεος των μικροαστών.
(Λένιν, τ. 31, σελ. 132-144, «Εκτίμηση της στιγμής»).

Υπάρχει μια εξέλιξη που έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και μπορεί να μελετηθεί και να χαραχτεί μια πορεία στο μέλλον. Οι ενεργοί όμως παράγοντες που παρεμβαίνουν στην εξέλιξη, έχουν δυνατότητες και το πώς θ αναπτύξουν αυτές τις δυνατότητες και πόσο θα παρέμβουν και θα διαμορφώσουν την εξέλιξη, αυτό δεν μπορεί εκ των προτέρων να προβλεφθεί, να διασφαλιστεί και να αντικειμενοποιηθεί. Αυτή είναι η δημιουργικότητα, η πρωτοτυπία, η φαντασία και το απρόβλεπτο της πραγματικής ζωής. Αλλιώς: μπορούμε να προβλέψουμε το σκελετό της εξέλιξης. Η πραγματική όμως διαμόρφωσή της, είναι οι ιστοί που θα πλαισιώσουν τον σκελετό, που θα κρίνουν τι πρόσημο θα έχουν, που θα τον οδηγήσουν, τι μορφή θα δώσουν». 
(Γιώργος Παπανικολάου, «Μια θεμελιώδης αντίφαση - σημασία της δημοκρατίας στον σημερινό κόσμο»). 

Στο «Κεφάλαιο» έχω αναφερθεί μερικές φορές, στη μοίρα που έλαχε στους πληβείους της αρχαίας Ρώμης. Αρχικά ήταν ανεξάρτητοι αγρότες, που καλλιεργούσαν τη δική τους γη. Στην πορεία της ρωμαϊκής ιστορίας απογυμνώθηκαν. Η ίδια διαδικασία, που τους απομάκρυνε απ τα δικά τους μέσα παραγωγής και συντήρησης, δημιούργησε επίσης μεγάλη γαιοκτησία και μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο. Έτσι σε μια ορισμένη στιγμή, απ τη μια μεριά είχαμε ελεύθερους ανθρώπους απογυμνωμένους από κάθε τι άλλο, εκτός απ την εργατική τους δύναμη, και απ την άλλη είχαμε τους ιδιοκτήτες όλου αυτού του συσσωρευμένου πλούτου, έτοιμους να εκμεταλλευτούν τη δουλειά των πρώτων. Αλλά τι συνέβη; Οι προλετάριοι της Ρώμης δεν έγιναν μισθωτοί, αλλά απλώς ένας αργόσχολος όχλος, πιο άθλιος ακόμα και από τους άλλοτε «φτωχούς λευκούς» του Νότου των Ηνωμένων Πολιτειών. Δίπλα τους αναπτύχθηκε ένα σύστημα παραγωγής, που δεν ήταν καπιταλιστικό, αλλά βασιζόταν στη δουλεία. Έτσι βλέπουμε ότι γεγονότα εξαιρετικής ομοιότητας, που όμως συνέβησαν σε διαφορετικά ιστορικά πλαίσια, παρήγαγαν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Το κλειδί για την ερμηνεία αυτών των φαινομένων, μπορεί να βρεθεί αρκετά εύκολα, με τη μελέτη κάθε μιας απ αυτές τις εξελιχτικές διαδικασίες χωριστά, αλλά όμως ποτέ δεν θα μπορέσουμε να τις καταλάβουμε, εάν δεν στηριχτούμε πάνω σε μια ιστορικο-φιλοσοφική θεωρία που τα λέει όλα, και που η κύρια ιδιότητά της είναι πως γίνεται υπερ-ιστορική.
(Μάρξ, αδημοσίευτη απάντηση στα Γαλλικά στον Mikhailovsky, απ το  βιβλίο των Bottomore-Rubel «Ο Κάρξ Μάρξ σε θέματα κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας»).



(4).
Ο μαρξισμός διδάσκει τον προλετάριο όχι να στέκει παράμερα απ την αστική επανάσταση, όχι ν απέχει απ αυτή, όχι να παραχωρεί την ηγεσία της στην αστική τάξη, μα αντίθετα να συμμετέχει κατά τον πιο ενεργό τρόπο, ν αγωνίζεται κατά τον πιο αποφασιστικό τρόπο για ένα συνεπή προλεταριακό δημοκρατισμό και για να φέρει την επανάσταση σε πέρας. Εμείς δεν μπορούμε να πεταχτούμε έξω από τα αστικοδημοκρατικά πλαίσια της ρωσικής επανάστασης, μπορούμε όμως να διευρύνουμε σε τεράστιο βαθμό αυτά τα πλαίσια, μπορούμε και πρέπει να παλαίβουμε μέσα σ αυτά τα πλαίσια για τα συμφέροντα του προλεταριάτου, για τις άμεσες ανάγκες του και για τους όρους που θα επιτρέψουν την προετοιμασία των δυνάμεών του για τη μελλοντική ολοκληρωτική νίκη. Υπάρχει αστική δημοκρατία και αστική δημοκρατία.
(Λένιν, τ. 11, «Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας»).


(5).
Η σοσιαλιστική επανάσταση που αναπτύσσεται στη Δύση, στη Ρωσία δεν μπήκε άμεσα στην ημερήσια διάταξη, όμως εμείς ήδη μπήκαμε στη μεταβατική περίοδο που οδηγεί σ αυτή την κατάσταση. Τα σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών κ.α. βουλευτών είναι εκείνη η οργάνωση εξουσίας με την οποία θα έχει να κάνει η σοσιαλιστική επανάσταση. Τίποτε το παρόμοιο δεν υπάρχει στη Δύση.
Ο σ. Ρίκοφ λέει πως ο σοσιαλισμός πρέπει να έρθει από άλλες χώρες με πιο ανεπτυγμένη βιομηχανία. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Δεν μπορούμε να πούμε ποιος θ αρχίσει και ποιος θα τελειώσει. Αυτό δεν είναι μαρξισμός, αλλά παρωδία μαρξισμού.
Σε συνέχεια ο σ. Ρίκοφ λέει πως ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν υπάρχει μεταβατική περίοδος. Αυτό δεν είναι σωστό. Είναι ρήξη με το μαρξισμό.
Η κύρια έλλειψη και το κύριο λάθος όλων των συλλογισμών των σοσιαλιστών είναι ότι το ζήτημα τοποθετείται πολύ γενικά: πέρασμα στο σοσιαλισμό. Ενώ πρέπει να μιλάμε για συγκεκριμένα βήματα και μέτρα. Ορισμένα από αυτά ωρίμασαν, άλλα όχι ακόμα.
Τα σοβιέτ είναι μια κορφή που αποτελούν τα πρώρα βήματα προς το σοσιαλισμό. Τα σοβιέτ πρέπει να πάρουν την εξουσία όχι για τη δημιουργία μιας συνηθισμένης αστικής δημοκρατίας ή για το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό. Αυτό δεν μπορεί να γίνει. Πρέπει να πάρουν την εξουσία για να κάνουν τα πρώτα συγκεκριμένα βήματα προς το πέρασμα αυτό, βήματα που μπορούν και πρέπει να γίνουν. Ποια συγκεκριμένα βήματα μπορούμε να προτείνουμε στο λαό; Πρώτο μέτρο είναι η εθνικοποίηση της γης γιατί η πλειοψηφία του λαού είναι υπέρ αυτού του μέτρου.
Δεύτερο μέτρο. Δεν μπορούμε να είμαστε υπέρ της «εισαγωγής» του σοσιαλισμού, αυτό θα ήταν πολύ μεγάλη ανοησία. Το σοσιαλισμό πρέπει να τον προπαγανδίζουμε. Η πλειοψηφία του πληθυσμού στη Ρωσία είναι αγρότες, μικροϊδιοκτήτες που δεν μπορούν ούτε να σκέφτονται για σοσιαλισμό. Τι αντίρρηση όμως θα μπορούσαν να έχουν να υπάρχει στο κάθε χωριό μια τράπεζα που θα τους δώσει τη δυνατότητα να καλυτερεύσουν το νοικοκυριό τους; εμείς πρέπει να προπαγανδίζουμε στους αγρότες αυτά τα πρακτικά μέτρα και να δυναμώσουμε σ αυτούς τη συναίσθηση της αναγκαιότητάς τους.
(Λένιν, τ. 31, «Η έβδομη πανρωσική συνδιάσκεψη του ΣΔΕΚΡ-εισήγηση για την τρέχουσα στιγμή»).


(6).
Αν υπάρχει κάτι που δεν χωράει καμιά αμφισβήτηση, είναι ότι το κόμμα μας και η εργατική τάξη, μπορούν να έρθουν στην εξουσία μονάχα με την πολιτική μορφή της λαοκρατικής δημοκρατίας. Η δημοκρατία αυτή είναι μάλιστα που αποτελεί ειδική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Η ως το τέλος ανάπτυξη της δημοκρατίας, η αναζήτηση των μορφών αυτής της ανάπτυξης, ο έλεγχός τους στην πράξη κλπ αποτελούν ένα απ τα συστατικά καθήκοντα της πάλης για την κοινωνική επανάσταση.
Κανένας δημοκρατισμός χωριστά παρμένος δεν θα δώσει σοσιαλισμό, στη ζωή όμως ο δημοκρατισμός δεν «θα παρθεί» ποτέ «χωριστά», αλλά «θα παρθεί μαζί» με άλλα φαινόμενα, θα ασκεί την επιρροή του και στην οικονομία, θα προωθεί τον μετασχηματισμό της, θα δέχεται την επίδραση της οικονομικής εξέλιξης κλπ. Τέτοια είναι η διαλεκτική της ζωντανής ιστορίας.
Αυτή η ανατίναξη της παλιάς κρατικής εξουσίας και η αντικατάστασή της με μια καινούργια, αληθινά δημοκρατική εξουσία.
(
Ένγκελς, Άπαντα Λένιν, τόμος 33, Κράτος και Επανάσταση).


(7).
Το ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου μπορεί να μπαίνει μόνο τότε, όταν γίνεται λόγος για εκμηδένιση της αστικής τάξης
(Άπαντα Λένιν, τόμος 39, σελίδα 429). 


(8).
Πάνω στη δοσμένη οικονομική βάση της ρωσικής επανάστασης είναι αντικειμενικά δυνατές δυο βασικές γραμμές ανάπτυξης και έκβασής της:
Ή η παλιά τσιφλικάδικη οικονομία, που συνδέεται με χιλιάδες νήματα με τη δουλοπαροικία, διατηρείται και μετατρέπεται σιγά-σιγά σε καθαρά καπιταλιστική «γιουνκερική» οικονομία. Ή την παλιά τσιφλικάδικη οικονομία τη συντρίβει η επανάσταση, που καταστρέφει όλα τα υπολείμματα της δουλοπαροικίας και πριν απ όλα τη μεγάλη γαιοκτησία.
Είναι δυνατό φυσικά να γίνουν άπειροι συνδυασμοί στοιχείων του άλφα ή του βήτα τύπου κεφαλαιοκρατικής εξέλιξης.
(Λένιν, τ. 3, «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία»).

Πρέπει στ αλήθεια να αντιλαμβάνεται κανείς την ιστορία σα μαθητούδι για να φαντάζεται την υπόθεση χωρίς «άλματα», με τη μορφή κάποιας βραδείας και ισόμετρης ανοδικής ευθύγραμμης κίνησης: στην αρχή έχει ας πούμε σειρά η φιλελεύθερη μεγαλοαστική τάξη με τις μικροπαραχωρήσεις της απολυταρχίας, έπειτα έρχεται η επαναστατική μικροαστική τάξη με τη λαοκρατική δημοκρατία, τέλος το προλεταριάτο με τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η εικόνα αυτή είναι σωστή σε γενικές γραμμές, είναι σωστή όταν αντιστοιχεί σε μια «μακρόχρονη περίοδο», όπως λένε οι γάλλοι, σε καμιά εκατοστή χρόνια, αλλά για να καταρτίζει κανείς με βάση αυτή την εικόνα το σχέδιο της δικής του δράσης σε μια επαναστατική εποχή, πρέπει νάναι αριστοτέχνης του φιλισταϊσμού.
(Λένιν, «Η επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», τ. 10, σελ 27-28). 

Εδώ μπορούν ίσως να μας φέρουν την αντίρρηση: γιατί λοιπόν τέτοια προηγμένα κράτη, σαν τη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, εφαρμόζουν μια υπέροχη «ρύθμιση της οικονομικής ζωής», χωρίς καν να σκέπτονται να εθνικοποιήσουν τις τράπεζες;
Γιατί, θα τους απαντήσουμε, τα κράτη αυτά, μ όλο που το ένα είναι μοναρχία, και το άλλο δημοκρατία, είναι και τα δυο όχι μόνο καπιταλιστικά, μα και ιμπεριαλιστικά. Κι επειδή είναι τέτοια, πραγματοποιούν τους μετασχηματισμούς που τους είναι αναγκαίοι, ακολουθώντας τον αντιδραστικό-γραφειοκρατικό δρόμο, ενώ εμείς μιλάμε εδώ για τον επαναστατικό-δημοκρατικό δρόμο.
(Λένιν, τ. 34, σελ. 165, «Η καταστροφή που μας απειλεί»).

Ο νόμος των μισθών λοιπόν, δεν είναι απ αυτούς που διαγράφουν μια σκληρή και σταθερή γραμμή. Δεν είναι άκαμπτος, τηρουμένων κάποιων ορίων. Υπάρχει σε κάθε εποχή (εξαιρουμένης της μεγάλης ύφεσης) για κάθε κλάδο μια σχετική ελαστικότητα, μέσα στην οποία το επίπεδο των μισθών μπορεί να μεταβληθεί απ τα αποτελέσματα της πάλης ανάμεσα στις δυο ανταγωνιζόμενες πλευρές. Σε κάθε περίπτωση, οι μισθοί καθορίζονται απ το παζάρεμα και σ ένα παζάρεμα αυτός που αντιστέκεται περισσότερο χρόνο και καλύτερα, έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα να πάρει περισσότερο απ αυτό που δικαιούται.
(Ένγκελς, «Το σύστημα της μισθωτής εργασίας»).


(9).
Καταλαβαίνει ο Ράντεκ ότι αν η δημοκρατική επανάσταση είχε πραγματοποιηθεί στη Ρωσία σαν ένα ανεξάρτητο στάδιο, εμείς δεν θα έπρεπε να είχαμε σήμερα τη δικτατορία του προλεταριάτου; Και, αν την έχουμε πριν από τη Δύση, είναι ακριβώς μονάχα γιατί η ιστορία έχει συνδυάσει οργανικά, το κύριο περιεχόμενο της αστικής επανάστασης με το πρώτο στάδιο της προλεταριακής επανάστασης.
Το να ξέρει κανείς να διακρίνει την αστική επανάσταση απ την προλεταριακή επανάσταση, είναι το αλφα-βήτα της πολιτικής. Αλλά μετά το άλφα-βήτα, ακολουθούν οι συλλαβές, δηλαδή οι συνδυασμοί των γραμμάτων. Η ιστορία πραγματοποίησε έναν τέτοιο ακριβώς συνδυασμό των πιο σημαντικών γραμμάτων του Αστικού αλφάβητου με τα πρώτα γράμματα του σοσιαλιστικού αλφάβητου.
Είναι παραλογισμός να λέμε ότι, γενικά, δεν μπορούμε να πηδήξουμε πάνω από τα στάδια. Το ζωντανό ιστορικό προτσές κάνει πάντα άλματα πάνω απ τα μεμονωμένα «στάδια» που παράγονται από το θεωρητικό σπάσιμο (στα συστατικά μέρη) του προτσές ανάπτυξης στο σύνολό του, δηλαδή παρμένο σ όλη του την έκταση. Το ίδιο απαιτείται απ την επαναστατική πολιτική στις κρίσιμες στιγμές. Μπορεί να πει κανείς ότι η πρώτη διάκριση ανάμεσα σ έναν επαναστάτη κι έναν χυδαίο εξελικτικό, βρίσκεται στην ικανότητα του πρώτου ν αναγνωρίζει και να εκμεταλλεύεται τέτοιες στιγμές.
Το σπάσιμο της ανάπτυξης της βιομηχανίας σε χειροτεχνία, μανιφατούρα και εργοστάσιο που έκανε ο Μάρξ, είναι μέρος της άλφα-βήτα της πολιτικής οικονομίας, ή ακριβέστερα της ιστορικοοικονομικής θεωρίας. Στη Ρωσία όμως το εργοστάσιο ήρθε πηδώντας πάνω απ την περίοδο της μανιφατούρας και των χειροτεχνιών των πόλεων. Αυτά ανήκουν ήδη στις συλλαβές της ιστορίας. Ένα ανάλογο προτσές συντελέστηκε στη χώρα μας στον τομέα των ταξικών σχέσεων και της πολιτικής. Το γεγονός είναι ότι η ιστορία της Ρωσίας έχει πηδήξει μερικά στάδια. Η θεωρητική διάκριση των σταδίων, είναι ωστόσο αναγκαία και για τη Ρωσία, αλλιώτικα δεν μπορεί κανείς να καταλάβει ούτε τη σπουδαιότητα του άλματος, ούτε τις συνέπειές του.
Θα μπορούσε κανείς να προσεγγίσει το ζήτημα κι από μια άλλη πλευρά (όπως ακριβώς ο Λένιν προσέγγιζε μερικές φορές το ζήτημα της δυαδικής εξουσίας), και να πει ότι η Ρωσία πέρασε κι από τα τρία στάδια του Μάρξ, αλλά τα δυο πρώτα σε εξαιρετικά σύντομη και εμβρυώδη μορφή. Ωστόσο, η ποσοτική συστολή των δύο σταδίων ήταν τόσο μεγάλη, που γέννησε μια εντελώς καινούργια ποιότητα σ ολόκληρη την κοινωνική δομή του έθνους. Η έκφραση η πιο χτυπητή της καινούργιας αυτής «ποιότητας» στην πολιτική, είναι η επανάσταση του Οκτώβρη.
Το πήδημα πάνω από τα στάδια (ή η παρατεταμένη παραμονή σ ένα απ αυτά τα στάδια), είναι ακριβώς η ανισόμερη ανάπτυξη.
Το ένα ή το άλλο στάδιο του ιστορικού προτσές, μπορεί κάτω από ορισμένες συνθήκες, ν αποδειχθεί αναπόφευκτο, αν και θεωρητικά δεν είναι αναπόφευκτο. Και αντίστροφα, θεωρητικά «αναπόφευκτα» στάδια, μπορεί να συμπιεστούν στο μηδέν απ τη δυναμική της ανάπτυξης. Ιδιαίτερα στη διάρκεια των επαναστάσεων, που δεν τις αποκαλούμε χωρίς λόγο, ατμομηχανές της ιστορίας.
(Τρότσκι, «Η διαρκής επανάσταση»).

Πρέπει στ αλήθεια να αντιλαμβάνεται κανείς την ιστορία σα μαθητούδι για να φαντάζεται την υπόθεση χωρίς «άλματα», με τη μορφή κάποιας βραδείας και ισόμετρης ανοδικής ευθύγραμμης κίνησης: στην αρχή έχει ας πούμε σειρά η φιλελεύθερη μεγαλοαστική τάξη με τις μικροπαραχωρήσεις της απολυταρχίας, έπειτα έρχεται η επαναστατική μικροαστική τάξη με τη λαοκρατική δημοκρατία, τέλος το προλεταριάτο με τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η εικόνα αυτή είναι σωστή σε γενικές γραμμές, είναι σωστή όταν αντιστοιχεί σε μια «μακρόχρονη περίοδο», όπως λένε οι γάλλοι, σε καμιά εκατοστή χρόνια, αλλά για να καταρτίζει κανείς με βάση αυτή την εικόνα το σχέδιο της δικής του δράσης σε μια επαναστατική εποχή, πρέπει νάναι αριστοτέχνης του φιλισταϊσμού.
(Λένιν, «Η επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», τ. 10, σελ 27-28). 


(10).
Eμείς το προλεταριάτο της Ρωσίας, προπορευόμαστε από οποιαδήποτε Αγγλία ή οποιαδήποτε Γερμανία ως προς το πολιτικό μας καθεστώς, ως προς τη δύναμη της πολιτικής εξουσίας των εργατών και ταυτόχρονα βρισκόμαστε πίσω απ το πιο καθυστερημένο δυτικοευρωπαϊκό κράτος ως προς την οργάνωση ενός ικανοποιητικού κρατικού καπιταλισμού, ως προς το επίπεδο πολιτισμού και του βαθμού προετοιμασίας για την υλικοπαραγωγική «εφαρμογή» του σοσιαλισμού. 
Θα ήταν ανεπανόρθωτο λάθος να διακηρύξουμε πως μια και είναι παραδεκτό ότι οι οικονομικές μας «δυνάμεις» δεν αντιστοιχούν στην πολιτική μας δύναμη, «συνεπώς» δεν έπρεπε να πάρουμε την εξουσία. 
Έτσι σκέπτονται οι «άνθρωποι σε θήκη» που ξεχνάνε ότι «αντιστοιχία» δεν θα υπάρχει ποτέ, ότι δεν μπορεί να υπάρχει στην εξέλιξη της φύσης, όπως και στην εξέλιξη της κοινωνίας, ότι μόνο με μια σειρά προσπάθειες και η κάθε μια απ αυτές χωριστά παρμένη, θα είναι μονόπλευρη, θα παρουσιάζει κάποια έλλειψη αντιστοιχίας- θα δημιουργηθεί ένας ολοκληρωμένος σοσιαλισμός απ την επαναστατική συνεργασία των προλετάριων αυτών των χωρών.
(Άπαντα Λένιν, τόμος 36, σελίδα 306, 5.V. 1918).